σκοτοδασυπυκνόθριξ

σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτο-δᾰσῠπυκνόθριξ, τρῐχος, , ,
A dark with shaggy thick hair, κυνῆ ς. 'cap of darkness', ib.390.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκοτοδασυπυκνόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (στην κωμωδία) αυτός που έχει μαύρο, δασύ και πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δασύς + πυκνός + θρίξ, τριχός] …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδασυπυκνότριχα — σκοτοδασυπυκνόθριξ dark with shaggy thick hair masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”